insaturé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | insaturé | insaturés |
θηλυκό | insaturée | insaturées |
Επίθετο
επεξεργασίαinsaturé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | insaturé | insaturés |
θηλυκό | insaturée | insaturées |
insaturé (fr)