Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

inoculable < inoculer + -able

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
inoculable inoculables

inoculable (fr) αρσενικό ή θηλυκό