Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

injoignable < in- + joignable

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
injoignable injoignables

injoignable (fr) αρσενικό ή θηλυκό