injoignable
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
injoignable | injoignables |
injoignable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που δεν μπορεί κανείς να επικοινωνήσει μαζί του
ενικός | πληθυντικός |
injoignable | injoignables |
injoignable (fr) αρσενικό ή θηλυκό