joignable
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- joignable < joindre
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
joignable | joignables |
joignable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί κάποιος να επικοινωνήσει μαζί του
ενικός | πληθυντικός |
joignable | joignables |
joignable (fr) αρσενικό ή θηλυκό