initiatique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- initiatique < → δείτε τις λέξεις initiation και -ique
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.ni.sja.tik/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
initiatique | initiatiques |
initiatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που επιτρέπει τη μύηση σε κάτι