Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

infusible < in- + fusible

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
infusible infusibles

infusible (fr) αρσενικό ή θηλυκό