fusible
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
fusible | fusibles |
fusible (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
fusible | fusibles |
fusible (fr) αρσενικό
- ασφάλεια ηλεκτρικού κυκλώματος που λιώνει όταν η ένταση του ηλεκτρικού ρεύματος ξεπερνά κάποια τιμή