Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό infus infuss
θηλυκό infuse infuses

infus (fr) αρσενικό

Je n'ai pas la science infuse. Δεν έχω έμφυτη τη σοφία.