Ετυμολογία

επεξεργασία
indissolubite παράγωγο του < dissolvere

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
indissolubite indissolubiti

indissolubite (it)

  1. αυτός που δεν διαλύεται, ο αδιάλυτος
  2. αυτός που δεν σπάει, ο αδιάσπαστος