Ιταλικά (it) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

indissolubite παράγωγο του < dissolvere

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
indissolubite indissolubiti

indissolubite (it)

  1. αυτός που δεν διαλύεται, ο αδιάλυτος
  2. αυτός που δεν σπάει, ο αδιάσπαστος