indissolubite
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- indissolubite παράγωγο του < dissolvere
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
indissolubite | indissolubiti |
indissolubite (it)
- αυτός που δεν διαλύεται, ο αδιάλυτος
- αυτός που δεν σπάει, ο αδιάσπαστος