indifeso
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | indifeso | indifesi |
θηλυκό | indifesa | indifese |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /in.diˈfe.zo/
Επίθετο
επεξεργασίαindifeso (it)
Πηγές
επεξεργασία- indifeso - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).