incriminable
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- incriminable < incriminer + -able
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
incriminable | incriminables |
incriminable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
incriminable | incriminables |
incriminable (fr) αρσενικό ή θηλυκό