incommunicabilité
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
incommunicabilité | incommunicabilités |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαincommunicabilité (fr) θηλυκό
- το αμετάδοτο, η αδυναμία επικοινωνίας
ενικός | πληθυντικός |
incommunicabilité | incommunicabilités |
incommunicabilité (fr) θηλυκό