inclusive or
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
inclusive or (en)
- (λογική, πληροφορική) η μη αποκλειστική διάζευξη, η απλή διάζευξη (inclusive disjunction)
Αντώνυμα επεξεργασία
επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- inclusive or στην αγγλική Βικιπαίδεια