Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

  1. ο μη αποκλειστικός
  2. (μαθηματικά) για όριο στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και οι ακραίες τιμές

Αντώνυμα επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία