ενικός         πληθυντικός  
incertezza incertezze

  Ετυμολογία

επεξεργασία
incertezza < incerto + -ezza

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /in.t͡ʃerˈtet.t͡sa/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

incertezza (it)

  1. αβεβαιότητα
  2. αναποφασιστικότητα