incentivise
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | incentivise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | incentivises |
αόριστος | incentivised |
παθητική μετοχή | incentivised |
ενεργητική μετοχή | incentivising |
Ετυμολογία
επεξεργασία- incentivise < incentiv(e) + -ise (βρετανικό) / -ize (ΗΠΑ)
Ρήμα
επεξεργασίαincentivise (en) (βρετανική γραφή)