Δείτε επίσης: incentivize
ενεστώτας incentivise
γ΄ ενικό ενεστώτα incentivises
αόριστος incentivised
παθητική μετοχή incentivised
ενεργητική μετοχή incentivising

  Ετυμολογία

επεξεργασία
incentivise < incentiv(e) + -ise (βρετανικό) / -ize (ΗΠΑ)

incentivise (en) (βρετανική γραφή)

  1. (οικονομία) δίνω κίνητρα, ενθαρρύνω
  2. (οικονομία) κινητοποιώ

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία