incarnat
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | incarnat | incarnats |
θηλυκό | incarnate | incarnates |
Επίθετο
επεξεργασίαincarnat (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | incarnat | incarnats |
θηλυκό | incarnate | incarnates |
incarnat (fr)