Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

incandescent

  1. πυράκτωσης, πυρακτώσεως
  2. συναισθηματικά/ερωτικά φλογερός/παθιασμένος

Γαλλικά (fr) επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό incandescent incandescents
θηλυκό incandescente incandescentes

  Επίθετο επεξεργασία

incandescent (fr)