Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

inapaisable < in- + apaisable

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
inapaisable inapaisables

inapaisable (fr) αρσενικό ή θηλυκό