apaisable
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
apaisable | apaisables |
Επίθετο
επεξεργασίαapaisable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να ανακουφιστεί
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη apaiser
ενικός | πληθυντικός |
apaisable | apaisables |
apaisable (fr) αρσενικό ή θηλυκό