in lieu of
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαin lieu of (en)
- (ιδιωματισμός, επίσημο) αντί για
- ⮡ Giannis will come in lieu of me.
- Αντί για μένα θα έρθει ο Γιάννης.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε την πρόθεση instead of
- ⮡ Giannis will come in lieu of me.