in between
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαin between (en) (χωρίς παραθετικά)
- ενδιάμεσα, ενδιάμεσος, στον χώρο ή στο χρονικό διάστημα που χωρίζει δύο ή περισσότερα σημεία, αντικείμενα κτλ. ή δύο ημερομηνίες, γεγονότα κτλ.
- ⮡ In addition to his visit to Belgium and Italy, the prime minister will also visit France in between.
- Εκτός από την επίσκεψή του στο Βέλγιο και την Ιταλία, ο πρωθυπουργός θα επισκεφθεί ενδιάμεσα και τη Γαλλία.
- ⮡ The time in between will be devoted to studying.
- Ο ενδιάμεσος χρόνος θα αφιερωθεί σε μελέτη.
- ⮡ In addition to his visit to Belgium and Italy, the prime minister will also visit France in between.