impressionnant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | impressionnant | impressionnants |
θηλυκό | impressionnante | impressionnantes |
Επίθετο
επεξεργασίαimpressionnant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | impressionnant | impressionnants |
θηλυκό | impressionnante | impressionnantes |
impressionnant (fr)