implant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- implant < μέση γαλλική implanter < λατινική implanto
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
implant | implants |
implant (fr) αρσενικό
- το εμφύτευμα
ενικός | πληθυντικός |
implant | implants |
implant (fr) αρσενικό