Ετυμολογία

επεξεργασία
impassible < λατινική impassibilis

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛ̃.pa.sibl/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
impassible impassibles

impassible (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. απαθής
  2. ατάρακτος