Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛ̃.pal.pabl/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
impalpable impalpables

impalpable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αψηλάφητος
  2. λεπτός, μικροσκοπικός

Αντώνυμα

επεξεργασία