ενικός         πληθυντικός  
illustration illustrations

Ετυμολογία

επεξεργασία
illustration < λατινική illustratio

Ουσιαστικό

επεξεργασία

illustration (en)

  1. (ζωγραφική) η εικονογράφηση
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η απεικόνιση, παράδειγμα που δείχνει ξεκάθαρα την αλήθεια για κάτι
    παράδειγμα  This photograph is an accurate illustration of reality.
    Αυτή η φωτογραφία είναι μια ακριβής απεικόνιση της πραγματικότητας.

Ετυμολογία

επεξεργασία
illustration < λατινική illustratio

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
illustration illustrations

illustration (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία