illude
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | illude |
γ΄ ενικό ενεστώτα | illudes |
αόριστος | illuded |
παθητική μετοχή | illuded |
ενεργητική μετοχή | illuding |
Ρήμα
επεξεργασίαillude (en)
Δείτε επίσης : elude, allude |
ενεστώτας | illude |
γ΄ ενικό ενεστώτα | illudes |
αόριστος | illuded |
παθητική μετοχή | illuded |
ενεργητική μετοχή | illuding |
illude (en)