idéalisateur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | idélisateur | idélisateurs |
θηλυκό | idélisatrice | idélisatrices |
Επίθετο επεξεργασία
idéalisateur (fr)
- που δίνει έναν ιδανικό χαρακτήρα σε κάποια προσπάθεια
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | idélisateur | idélisateurs |
θηλυκό | idélisatrice | idélisatrices |
idéalisateur (fr)