Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
hypsométrique hypsométriques

  Επίθετο επεξεργασία

hypsométrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. υψομετρικός, που αντιστοιχεί στο υψόμετρο
    teintes hypsométriques d'une carte - υψομετρικά χρώματα ενός χάρτη (τα χρώματα που αναλογούν στο υψόμετρο ενός τόπου)