hypsométrique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
hypsométrique | hypsométriques |
Επίθετο επεξεργασία
hypsométrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- υψομετρικός, που αντιστοιχεί στο υψόμετρο
- teintes hypsométriques d'une carte - υψομετρικά χρώματα ενός χάρτη (τα χρώματα που αναλογούν στο υψόμετρο ενός τόπου)