Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.pɔ.kɔ.ʁis.tik/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
hypocoristique hypocoristiques

hypocoristique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. υποκοριστικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
hypocoristique hypocoristiques

hypocoristique (fr) αρσενικό

  1. υποκοριστικό