hyphenate (en)

  1. κόβω μια λέξη στο τέλος μιας γραμμής και τη συνεχίζω στην επόμενη, βάζοντας ενωτικό (παύλα) και τηρώντας τους κανόνες συλλαβισμού
  2. ενώνω δυο λέξεις ή συλλαβές με ενωτικό (παύλα)