Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
housewife housewives

  Ετυμολογία επεξεργασία

housewife < house + wife

  Ουσιαστικό επεξεργασία

housewife (en) ή (αρσενικό househusband)