houiller
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | houiller | houillers |
θηλυκό | houillère | houillères |
houiller (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | houiller | houillers |
θηλυκό | houillère | houillères |
houiller (fr)