Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

homme-tronc < homme + tronc

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
homme-tronc hommes-troncs

homme-tronc (fr) θηλυκό