hoed
Ολλανδικά (nl)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- hoed < μέση ολλανδική hoet (< παλαιά ολλανδικά *huot < πρωτογερμανική *hōdaz). Σχετίζεται με γερμανική Hut και αγγλική hood)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαhoed (nl) αρσενικό
hoed (nl) αρσενικό