Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
hood hoods

  Ουσιαστικό επεξεργασία

hood (en)

  1. η κουκούλα
  2. το καπό του αυτοκινήτου

Εκφράσεις επεξεργασία