Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
hobby hobbies

  Ουσιαστικό επεξεργασία

hobby (en)

  • το χόμπι
    I have a hobby of collecting stamps.
    Έχω χόμπι τη συλλογή γραμματοσήμων.



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
hobby hobbys

  Ετυμολογία επεξεργασία

hobby < (άμεσο δάνειο) αγγλική hobby

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʔɔ.bi/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

hobby (fr) αρσενικό