hobby
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
hobby | hobbies |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαhobby (en)
- το χόμπι
- ↪ I have a hobby of collecting stamps.
- Έχω χόμπι τη συλλογή γραμματοσήμων.
- ↪ I have a hobby of collecting stamps.
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
hobby | hobbys |
Ετυμολογία
επεξεργασίαhobby < (άμεσο δάνειο) αγγλική hobby
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαhobby (fr) αρσενικό
- το χόμπι