ενικός         πληθυντικός  
hobby hobbies

Ουσιαστικό

επεξεργασία

hobby (en)

  • το χόμπι
    παράδειγμα  I have a hobby of collecting stamps.
    Έχω χόμπι τη συλλογή γραμματοσήμων.



      ενικός         πληθυντικός  
hobby hobbys

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

hobby (fr) αρσενικό