hexagonal
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɛ.ɡza.ɡɔ.nal/
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | hexagonal | hexagonals |
θηλυκό | hexagonale | hexagonales |
hexagonal (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | hexagonal | hexagonals |
θηλυκό | hexagonale | hexagonales |
hexagonal (fr)