hew
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | hew |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hews |
αόριστος | hewed, hew |
παθητική μετοχή | hewed, hewn |
ενεργητική μετοχή | hewing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
επεξεργασίαhew (en)
Δείτε επίσης : hue |
ενεστώτας | hew |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hews |
αόριστος | hewed, hew |
παθητική μετοχή | hewed, hewn |
ενεργητική μετοχή | hewing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
hew (en)