hesitation
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
hesitation | hesitations |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαhesitation (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο δισταγμός, ο ενδοιασμός, η πράξη του να αργώ να μιλήσω ή να ενεργήσω επειδή αισθάνομαι αβέβαιος ή νευρικός
- ⮡ without the slightest hesitation - χωρίς τον παραμικρό δισταγμό
- ⮡ I would like to be able to trust him but I have my hesitations.
- Θα ήθελα να μπορούσα να τον εμπιστευτώ αλλά έχω τους δισταγμούς μου.
- ⮡ He accepted without the slightest hesitation.
- Δέχτηκε χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό.
- ≈ συνώνυμα: misgiving
- (μη μετρήσιμο) ο δισταγμός, το γεγονός ότι ανησυχώ να κάνω κάτι, ειδικά επειδή δεν είμαι σίγουρος ότι είναι σωστό ή κατάλληλο
- ⮡ There is no room for hesitation.
- Δεν υπάρχει περιθώρια δισταγμών.
- ⮡ There is no room for hesitation.
Πηγές
επεξεργασία- hesitation - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 242, 290. ISBN 9780194325684., λήμμα: δισταγμός, ενδοιασμός