Ουσιαστικό

επεξεργασία

herbicide (en)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
herbicide < herbe + -cide

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛʁ.bi.sid/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
herbicide herbicides

herbicide (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ζιζανιοκτόνος, παρασιτοκτόνος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
herbicide herbicides

herbicide (fr) αρσενικό

  1. το ζιζανιοκτόνο, το παρασιτοκτόνο