Ετυμολογία

επεξεργασία
haven't < have + -n't (not)

haven't (en)

  • δεν έχω
    ⮡  I haven't seen the movie.
    Δεν έχω δει την ταινία.
    ⮡  Why haven’t we accepted the situation?
    Γιατί δεν έχουμε αποδεχτεί την κατάσταση;