Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

have the floor < → δείτε τις λέξεις have, the και floor

  Έκφραση επεξεργασία

have the floor (en)

  • (ιδιωματισμός) έχω το λόγο, έχω το δικαίωμα να μιλήσω κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης
    The defense has the floor.
    Η υπεράσπιση έχει το λόγο.

  Πηγές επεξεργασία