have got someone's back
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασία- (ιδιωματισμός, ανεπίσημο, αμερικανικά αγγλικά) άλλη μορφή του have someone's back
- ⮡ He has got his brother’s back.
- Έχει τις πλάτες του αδερφού του.
- ⮡ He has got his brother’s back.