hasardé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | hasardé | hasardés |
θηλυκό | hasardée | hasardées |
hasardé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | hasardé | hasardés |
θηλυκό | hasardée | hasardées |
hasardé (fr)