Δείτε επίσης: has-been

Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

has been < φωνητική απόδοση για την αγγλική has-been

  Επίθετο επεξεργασία

has been (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο