ενικός         πληθυντικός  
hanger hangers

  Ετυμολογία

επεξεργασία
hanger < hang + -er

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

hanger (en)

  • η κρεμάστρα για ρούχα
    ⮡  a clothes hanger - κρεμάστρα ρούχων