ενεστώτας hang over
γ΄ ενικό ενεστώτα hangs over
αόριστος hung over
παθητική μετοχή hung over
ενεργητική μετοχή hanging over

  Ετυμολογία

επεξεργασία
hang over < → δείτε τις λέξεις hang και over

hang over (en)

  • κρέμομαι πάνω από, σκέφτομαι κάτι και ανησυχώ πολύ γιατί συμβαίνει ή μπορεί να συμβεί
    ⮡  The nuclear threat that hangs over the world…
    Η πυρηνική απειλή που κρέμεται πάνω από τον κόσμο…
    ⮡  The threat that is hanging over our country.
    Η απειλή που κρέμεται πάνω από τη χώρα μας.