Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

handicapped (en)

  1. αόριστος & παθητική μετοχή αορίστου του handicap


  Επίθετο επεξεργασία

handicapped (en)

  1. που παρουσιάζει μια μορφή αναπηρίας, που είναι άτομο με ειδικές ανάγκες